Link

10 Ιαν 2013

ΤΟ ΜΕΓΑ ΑΠΟΔΕΙΠΝΟ


Το Μέγα Απόδειπνο
Ιωάννη Μ. Φουντούλη,
«Λογική Λατρεία», Θεσσαλονίκη 1971 σελ. 199-204


Είναι μέσα στη φύση τού ανθρώπου ριζωμένο ένα αλλόκοτο πρωτόγονο συναίσθημα μπροστά στο φαινόμενο τού ύπνου. Ο ζωντανός, ο εργαζόμενος, ο σκεπτόμενος, ο γεμάτος δραστηριότητα άνθρωπος, καμπτόμενος από την φυσιολογική κόπωση, καταλαμβάνεται από μία ακατανίκητη ανάγκη να παραδοθεί στην αγκάλη τού ύπνου. Οι αισθήσεις, οι διανοητικές λειτουργίες, οι δυνάμεις τού σώματος ατονούν και ο ζωντανός γίνεται σαν νεκρός. Εικόνα τού θανάτου ο ύπνος. 

Μυστήριο για τούς απλούς ανθρώπους των περασμένων εποχών. Ώρα πού ενεδρεύουν οι πονηρές δυνάμεις τού κόσμου τούτου, ορατές και αόρατες, για να κακοποιήσουν ή και απλώς να πειράξουν τον ανυπεράσπιστο άνθρωπο. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν θα υπάρχει ανθρώπινο όν πού να μην αισθάνθηκε την ανάγκη, αφήνοντας προσωρινά τον κόσμο των ζώντων για να περάσει στο μυστήριο της εικόνας τού θανάτου, να στρέψει το νου του στο Θεό του και να ζητήσει από αυτόν προστασία και σκέπη. 

Σ’ αυτό το υπόβαθρο της ιδιωτικής προ τού ύπνου προσευχής στηρίχθηκε και η πράξη της χριστιανικής Εκκλησίας, όταν έδινε στην ατομική αυτή προσευχή τη μορφή εκκλησιαστικής ακολουθίας. 

Η μετατροπή έγινε κατ’ αρχάς στις μοναχικές αδελφότητες, πού τα πάντα, και ιδίως η προσευχή, ήσαν κοινά. Η κοινή αυτή προσευχή γινόταν στην ώρα της ιδιωτικής, δηλαδή αμέσως μετά το δείπνο και πριν τον ύπνο. Γι’ αυτό και της δόθηκε το όνομα «απόδειπνο» ή «απόδειπνα» και «προθύπνια». 

Είναι δε η ακολουθία τού αποδείπνου μία πολύ μεγάλη ακολουθία. Το μήκος της δεν πρέπει να μάς παραξενεύει. Είναι καθαρά μοναστηριακή και γνωρίζομε πόσο οι μοναχοί ήθελαν να παρατείνουν την προσευχή τους, τόσο πού, αν ήταν φυσικώς δυνατόν, δεν θα διέκοπταν ποτέ την δοξολογία τού Θεού. Η είσοδός της όμως στους ενοριακούς ναούς και η χρήση της από τούς κοσμικούς ιερείς και το λαό οδήγησε γρήγορα σε αδιέξοδο. Έτσι κατά τον ΙΔ’ με ΙΕ’ αιώνα αναγκάσθηκαν να κάνουν και μία επιτομή της, πού ονομάσθηκε, για να διακρίνεται από την αρχική εκτενή μορφή, «μικρό απόδειπνο». Το άλλο, το πλήρες και παλαιό, ονομάσθηκε τώρα «μέγα απόδειπνο». Είναι κοινός νόμος, ότι τα νεώτερα πράγματα και τα συντομότερα κερδίζουν γρήγορα έδαφος. Αυτό συνέβη και με το μικρό απόδειπνο. Το «μικρό» και νεώτερο επισκίασε το παλαιό και μεγάλο, και περιόρισε την τέλεσή του μόνο κατά τις νήστιμες ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, πού λόγω της ιερότητας της περιόδου αυτής και της συντηρητικότητας των ακολουθιών της, μπορούσε να βαστάζει το βάρος της εκτενούς αρχαϊκής ακολουθίας. Έτσι σήμερα έχομε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την τέλεση τού μεγάλου αποδείπνου και στους ενοριακούς ναούς από την Δευτέρα ως την Πέμπτη των εβδομάδων της μεγάλης Νηστείας, τις δε Παρασκευές μαζί με τούς χαιρετισμούς την ακολουθία τού μικρού αποδείπνου. Στις υπόλοιπες εκτός της Μεγάλης Τεσσαρακοστής ημέρες τελείται, κατ’ ιδίαν στα σπίτια από τούς ιερείς και ευλαβείς λαϊκούς ή από κοινού στα μοναστήρια, το μικρό απόδειπνο. 

Το θέμα τού αποδείπνου είναι διπλό, ανάλογο προς την ώρα της τελέσεώς του· ευχαριστία δηλαδή κατά πρώτον και δοξολογία για την διέλευση της ημέρας και δέηση για την «απρόσκοπτο» και «ελευθέρα φαντασιών», κατά τον Μέγα Βασίλειο, ανάπαυση κατά την επερχόμενη νύκτα. Με το πρώτο θέμα συμπλέκονται και άλλα συναφή. Μία ανασκόπηση των έργων της ημέρας γεννά ασφαλώς την ανάγκη για αίτηση συγγνώμης για τις ποικίλες παραβάσεις μας, ένα έντονο συναίσθημα μετανοίας. Η συναναστροφή με τούς αδελφούς μας γέννησε ασφαλώς δυσαρέσκειες και ενδεχομένως προκάλεσε αντιδικίες και μίση. Είναι καιρός όλα αυτά να επανορθωθούν με την αμοιβαία συγχώρηση και συνδιαλλαγή. Με το δεύτερο πάλι θέμα συνδέεται η ομολογία της ορθής πίστεως, για να μάς βρει ο θάνατος στερεά στερεωμένους στην αληθινή μαρτυρία και ομολογία, κατά τούς Πατέρες. Και όλα αυτά τα θέματα κατακλείει και η δέηση για την ταχεία από τον ύπνο εξανάσταση για να μη σιγήσει επί πολύ το στόμα πού δοξολογεί τα «κρίματα» τού Θεού. 

Όπως και όλες οι ακολουθίες της Εκκλησίας μας έτσι και το απόδειπνο αποτελείται από ψαλμούς, ύμνους και ευχές. Όλα έχουν εκλεγεί με βάση τα πιο πάνω θέματα. Στα τρία μέρη τού μεγάλου αποδείπνου και στην επιτομή των «καιριωτάτων» τού μεγάλου, πού περιέχονται στο ένα μέρος τού μικρού, βρίσκει κανείς εκλεκτούς νυκτερινούς ψαλμούς, όπως ο 4ος με το «εν ειρήνη επί τό αυτώ κοιμηθήσομαι καί υπνώσω», ο 6ος με το «λούσω καθ’ εκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, εν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω», ο 12ος μέ τό «φώτισαν τούς οφθαλμούς μου, μήποτε υπνώσω εις θάνατον», ο 30ός με το «εις χείρας σου παραθήσομαι τό πνεύμα μου», ο 90ός με το «ου φοβηθήση από φόβου νυκτερινού… από πράγματος εν σκότει διαπορευομένου». Φράσεις γεμάτες βαθειά πίστη και εγκατάλειψη στο έλεος τού Θεού. Θα βρει τον περίφημο ψαλμό της μετανοίας, τον 50ό. το «Ελέησον μέ, ο Θεός, κατά τό μέγα έλεός σου…», καί κείμενα γεμάτα μετάνοια και συντριβή, όπως την προσευχή τού Μανασσή βασιλέως της Ιουδαίας. 

Από τις ευχές εκτός από την τόσο γνωστή ευχή προς την Θεοτόκο τού μοναχού της Μονής της Ευεργέτιδες Παύλου «Άσπιλε, αμόλυντε…» και την σύντομη και περιεκτική «επικοίτιο» ευχή στον Κύριον ημών Ιησού Χριστό τού μοναχού Αντιόχου τού Πανδέκτου «Καί δός ημίν, δέσποτα, πρός ύπνον απιούσιν ανάπαυσιν σώματος καί ψυχής … », θα έπρεπε να μνημονεύσουμε την θαυμάσια ευχή πού αποδίδεται στον Μέγα Βασίλειο «Κύριε. Κύριε, ο ρυσάμενος ημάς από παντός βέλους πετομένου ημέρας…». Αυτή συγκεφαλαιώνει κατά ένα απαράμιλλο τρόπο τα αιτήματα της προ τού ύπνου προσευχής τού πιστού. Βρίσκεται στα «Ωρολόγια» και σε όλα τα προσευχητάρια, πού κυκλοφορούν μεταξύ των πιστών. Και μόνη η προσεκτική ανάγνωσή της, και μάλιστα στην προ τού ύπνου προσευχή, είναι ικανή να γεμίσει τη ψυχή τού ανθρώπου από τα πιο ιερά αισθήματα. 

Το απόδειπνο περιλαμβάνει και την ψαλμωδία τροπαρίων και μάλιστα τριών αρχαίων ύμνων, πού έχουν όμως παραλειφθεί κατά την σύνταξη της ακολουθίας τού μικρού αποδείπνου. Σήμερα δεν ψάλλοντα πια παρά μόνο κατά την περίοδο της Τεσσαρακοστής, στο μέγα απόδειπνο. 

Ο πρώτος, το γνωστό «Μεθ’ ημών ο Θεός», είναι μία εκλογή από την ωδή τού Ησαΐα, πού βρίσκεται στο 8ο και 9ο κεφάλαιο τού ομώνυμου προφητικού βιβλίου της Παλαιάς Διαθήκης. Είναι ένας ύμνος θριάμβου και εγκαρτερήσεως. Ψάλλετε κατά στίχο κατά τον αρχαίο τρόπο, με εφύμνιο το «ότι μεθ’ ημών ο Θεός». Κατά τόν άγιο Πατέρα Μάρκο τόν Ευγενικό ο ύμνος αυτός ψάλλεται στο απόδειπνο «κατά της ενεργείας των δαιμόνων… πού εκδηλώνουν την πονηρή δύναμή τους κατά τη νύκτα». 

Ο δεύτερος ύμνος είναι ένα αρχαϊκό πρωτοχριστιανικό ποιητικό κείμενο σε στίχους ενδεκασύλλαβους, πού το βρίσκομε και σε πάπυρο τού 6ου αιώνα. Δοξολογία αγγελική και ανθρώπινη προς το δημιουργό και δέηση ενώνονται αρμονικά στο ωραίο αυτό υμνογράφημα το «Η ασώματος φύσις τά χερουβείμ…» 

Τέλος ένας τρίτος ύμνος λαϊκής εμπνεύσεως. Είναι γεμάτος κατάνυξη και σύντονη δέηση. Όλοι οι άγιοι προβάλλονται στο Θεό για πρεσβεία υπέρ ημών των αμαρτωλών. Αρχίζει με το «Παναγία δέσποινα Θεοτόκε πρέσβευε υπέρ ημών τών αμαρτωλών». 




ΠΗΓΗ:
ΡΩΜΑΙΪΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ
20.03.2013