Link

13 Μαρ 2013

ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ο Ε'


ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ο Ε'
ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ


Πορτραίτο του Γρηγορίου Ε'
Ο Γρηγόριος Ε' (1746-1821), από τους επιφανέστερους πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως (1797-1798, 1806-1808, 1818-1921), εθνομάρτυρας, από τους διαπρεπέστερους του απελευθερωτικού αγώνα, άγιος της Εκκλησίας (10 Απριλίου), ανήκει εξίσου στην Εκκλησία, στο Έθνος και στην Παιδεία. Παράλληλα πολυσυζητημένη μορφή, λόγω της εμπλοκής του στις ιδεολογικές συγκρούσεις του νεώτερου Ελληνισμού.

Βιογραφικά

Η πατρική οικία του Πατριάρχη Γρηγορίου του Ε' στη Δημητσάνα.
Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος Αγγελόπουλος. Γεννήθηκε στη Δημητσάνα από γονείς άσημους και φτωχούς. Η φιλομάθεια του όμως τον ώθησε στη σπουδή. Σπούδασε αρχικά στη σχολή της γενέτειρας του και από το 1765 για δύο χρόνια στην Αθήνα. Με τη βοήθεια ενός θείου του, νεωκόρου στη Σμύρνη, μπόρεσε να φοιτήσει άλλα πέντε χρόνια στο περίφημο Γυμνάσιο της. Ήταν όμως φύση όχι μόνο φιλομαθής, αλλά και ασκητική. Αναθρεμμένος σε κλίμα παραδοσιακό-ησυχαστικό, ακολούθησε το χάρισμα του και στράφηκε στον μοναστικό βίο. Τον ερωτά του για τον μοναχισμό ενίσχυσε η περίφημη Μονή Φιλοσόφου στην πατρίδα του και η από την παιδική του ηλικία σχέση του μαζί της. Η κούρα του έγινε στις Στροφάδες και πήρε το όνομα Γρηγόριος. Στη συνέχεια θα σπουδάσει στην Πατμιάδα Σχολή (θεολογία και φιλοσοφία), κατορθώνοντας να αποκτήσει υψηλή για την εποχή του παιδεία. Ξαναγυρίζει στη Σμύρνη, όπου χειροτονείται διάκονος από τον Σμύρνης Προκόπιο, υπηρετώντας ως αρχιδιάκονός του. Γρήγορα όμως γίνεται πρεσβύτερος και πρωτοσύγκελλος. Το 1785 ο Προκόπιος εκλέγεται Οικουμενικός Πατριάρχης και ο Γρηγόριος χειροτονείται επίσκοπος και ανέρχεται στον Μητροπολιτικό θρόνο της Σμύρνης. Η πλούσια δραστηριότητα του τον κάνει πλατιά γνωστό και γι' αυτό τον Μάιο του 1797, μετά τη χηρεία του οικουμενικού θρόνου, εκλέγεται πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως ως Γρηγόριος Ε'. Η παραμονή του στονοικουμενικό θρόνο συνδέεται με πλήθος περιπετειών και δυσχερειών. Αυτό φαίνεται και από την ανώμαλη πορεία της πατριαρχίας του. Εκθρονίζεται και εξορίζεται το 1798. Αποσύρεται στη Μονή Ιβήρων του Αθω, όπου μένει επτά χρόνια, επιδιδόμενος στην άσκηση και μελέτη. Στις 23 Σεπτεμβρίου 1806 καλείται για δεύτερη φορά από τους αρχιερείς στον πατριαρχικό θρόνο. Τα προβλήματα όμως δεν παύουν. Η αλλαγή της Τουρκικής πολιτικής και η επανάσταση των Γενιτσάρων επιφέρουν και νέα πτώση του Γρηγορίου, που εξορίζεται στην Πριγκιπόνησο και το 1810 αποσύρεται πάλι στο Αγιον Όρος, όπου μένει άλλα 9 χρόνια. Εκλέγεται όμως και για τρίτη φορά πατριάρχης (14 Δεκεμβρίου 1818) και επιστρέφει στην Πόλη τον Ιανουάριο του 1819. Η τρίτη πατριαρχία του συνδέεται με κρισιμότατες στιγμές του Γένους. Η θέση του γίνεται όλο και πιο επικίνδυνη και η πατριαρχία του λήγει με τη μαρτυρική του θυσία. Αφού τη νύχτα του Πάσχα (10 Απριλίου 1821) μαζί με 8 άλλους αρχιερείς τέλεσε τη Θεία Λειτουργία της Αναστάσεως, συνελήφθη, κηρύχθηκε έκπτωτος και φυλακίστηκε. Αλλά στις 3 το απόγευμα της ίδιας μέρας απαγχονίστηκε στη μεσημβρινή πύλη του Πατριαρχείου. Επί τρεις ημέρες το σώμα του έμεινε μετέωρο, δεχόμενο τους εξευτελισμούς του μανιασμένου όχλου. Μια σπείρα Εβραίοι αγόρασαν τον νεκρό, τον περιέφεραν στους δρόμους και τελικά τον έριξαν στον Κεράτιο. Ο Κεφαλονίτης πλοίαρχος Νικ. Σκλάβος βρήκε το σκήνωμα και το μετέφερε κρυφά στην Οδησσό, όπου τάφηκε στον ελληνικό ναό της Αγίας Τριάδας.


Ο ανδριάντας του Πατριάρχη Γρηγορίου Ε΄, 
δεξιά της εισόδου του Πανεπιστημίου Αθηνών.
 Αναγέρθηκε το 1872 με δαπάνη του Γεωργίου 
Αβέρωφ. Έργο του γλύπτη Γ. Φυτάλη

Δράση

Παρά το σύντομο διάστημα της πατριαρχίας του (συνολικά 6 χρόνια), τις περιπέτειες του και τους δύσκολους καιρούς, ο Γρηγόριος ανέπτυξε σημαντική δράση. Ήδη στη Σμύρνη αφοσιώθηκε στο κήρυγμα και σε κοινωνική δράση, ευεργετική για το ποίμνιο του, και ενίσχυσε σημαντικά την παιδεία. Την αγάπη του για την παιδεία και τον φωτισμό του Γένους μέχρι το μαρτύριο του δείχνουν οι σωζόμενες Εγκύκλιοι του. Παράλληλα έδινε διέξοδο στα θεολογικά ενδιαφέροντα του, προσανατολίζοντας τα στον διαφωτισμό του ποιμνίου του, αλλά τοποθετώντας το διαφωτιστικό του έργο στα πλαίσια της Ελληνορθόδοξης-Ρωμαίικης παράδοσης, που καθορίστηκαν από τους άγιους πατέρες. Προσπαθεί έτσι να εκλαϊκεύσει την πατερική γνώση, για να στηρίξει την πίστη. Γι' αυτό μεταφράζει και εκδίδει τους Περί ιερωσύνης λόγους του I. Χρυσοστόμου. Στην Πόλη αργότερα θα εκδώσει στο πατριαρχικό τυπογραφείο τα Ηθικά του Μ. Βασιλείου, εξήγηση των ομιλιών του στην Εξαήμερο και Κυριακοδρόμιο σε απλή γλώσσα. Το ενδιαφέρον του για την παιδεία μένει αδιάπτωτο, εκφραζόμενο με πλήθος ευεργετικών ενεργειών. Θέλει όμως διαφωτισμό Ρωμαίικο, Ελληνότροπο, και γι' αυτό δεν κρύβει την επιφυλακτικότητα του απέναντι στον Δυτικό διαφωτισμό και τον προοδευτισμό της εποχής, όχι για λόγους τυφλής συντηρητικότητας, αλλά κυρίως από την επιθυμία να διασώσει τη Ρωμαίικη παράδοση, στην οποία ολόκληρος ανήκε και την οποία έβλεπε να απειλείται από ιδεολογικά ρεύματα, κατευθυνόμενα από τη Γαλλική Επανάσταση και τον αντιχριστιανισμό της. Στην Πόλη μερίμνησε για τη στέγαση του Πατριαρχείου, διαρρύθμισε τον πατριαρχικό ναό, εργάστηκε για την ανόρθωση του ηθικού βίου. Κατά τις τρεις πατριαρχίες του εκδίδει πλήθος τόμων, σιγιλλίων, εγκυκλίων, επιστολών που αποβλέπουν στην ευστάθεια της Εκκλησίας. Υποδειγματική θα είναι η σταθερή προσήλωση του στους ιερούς κανόνες και στην εκκλησιαστική παράδοση. Οργανώνει τη λειτουργία της Συνόδου του πατριαρχείου, μεριμνά για την παιδεία και το ήθος των εισερχομένων στον κλήρο, όντας ο ίδιος υψηλό παράδειγμα ασκητικού βίου, σε σημείο που να προκαλεί γι' αυτό αντιδράσεις. Επιδεικνύει παράλληλα θαυμαστή σύνεση και αξιοπρέπεια απέναντι στους κρατούντες. Η νομιμοφροσύνη του — τόσο σκανδαλιστική για τους επικριτές του— δεν μπορεί να κατανοηθεί και ερμηνευθεί έξω από τη διάθεση του να μην προκαλεί επεμβάσεις της εξουσίας στα εσωτερικά της Εθναρχίας. Αλλά και τα οικονομικά προβλήματα του θρόνου τράβηξαν την προσοχή του. Έλυσε με επιτυχία το χρονίζον ζήτημα των Κολυβάδων, ρύθμισε τη λειτουργία των ναών, ενδιαφέρθηκε για τα ληξιαρχικά βιβλία και το Κιβώτιο του Ελέους, έλαβε εύστοχες αποφάσεις για τις προικοδοσίες και τους αρραβώνες, για τους γάμους και τα διαζύγια, την αναδιοργάνωση των μοναστηριών κ.λπ. Έργο τεράστιο, θαυμαστό για μια φύση ασκητική, όπως ο Γρηγόριος.


Στάση στο εθνικό ζήτημα.

Ο Γρηγόριος ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο σε μια κρίσιμη και πολυτάραχη εποχή, που γεννήθηκε από την κοσμογονία της Γαλλικής Επανάστασης και τους ναπολεόντειους πολέμους. Η Ιερά Συμμαχία διαμορφώνει την αντίπερα όχθη και ο ευρωπαϊκός χώρος συγκλονίζεται αδιάκοπα από τις σφοδρές συγκρούσεις και την πολυδαίδαλη δράση της διπλωματίας. Η οθωμανική πολιτική αναπροσανατολίζεται με γρήγορο ρυθμό, όπως και η Ρωσική, και τα συμμαχικά μέτωπα αλλάζουν συνεχώς όψη. Παράλληλα εξαπλώνονται στην Ανατολή οι επαναστατικές (όχι μόνο πολιτικά) ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και ο ριζοσπαστικός Αγγλογαλλικός διαφωτισμός, ο οποίος με την εκρηκτικότητα του γίνεται για τους Ανατολικούς σύμβολο της ασέβειας και της αθεΐας. Οι καιροί όμως αλλάζουν και για τους ίδιους τους υπόδουλους Ρωμιούς. Σημειώνεται μεγάλη πρόοδος στο εμπόριο και στην παιδεία. Ιδιαίτερα αναπτύσσονται οι κοινότητες του εξωτερικού, αλλά και εσωτερικά οργανώνεται η αυτοδιοίκηση και η ζωή των κοινοτήτων. Αντίθετα, τα εσωτερικά της Μεγάλης Εκκλησίας παρουσιάζουν πολλά προβλήματα. Χαλάρωση και αρρυθμία, αλλαξοπατριαρχίες, δράση των ιεραποστόλων και της ξένης προπαγάνδας, δημιουργούν όλα ένα κλίμα αντίξοο και απρόσφορο για ομαλή δημιουργική πορεία. Σ' αυτό το κλίμα όμως κλήθηκε να κινηθεί και να δράσει ο Γρηγόριος. Η κριτική που αναπτύχθηκε γύρω από τη δράση του είναι τελείως αντιφατική. Κινείται μεταξύ απόλυτης εξιδανίκευσης και απόλυτης απόρριψης, γιατί και στην περίπτωση του Γρηγορίου δεν αποφεύχθηκε η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση της ιστορίας. Αξιοσημείωτο είναι ότι η κριτική δεν περιορίστηκε στον χώρο της ιστορικής επιστήμης, αλλά επεκτάθηκε και στον χώρο της (ανεύθυνης) μυθιστοριογραφίας-λογοτεχνίας, η οποία τροφοδοτεί το λαϊκό αίσθημα και δημιουργεί παραπλανητικές εντυπώσεις. Για τον ιστορικό όμως υπάρχει η πραγματικότητα, που προσφέρεται για οικοδόμηση αντικειμενικής κρίσης, με την προϋπόθεση βέβαια της αποδέσμευσης από τις οποιεσδήποτε ιδεολογικές δεσμεύσεις. Ακόμη, απαιτείται μετάθεση δική μας στην εποχή του Γρηγορίου και εσωτερική συμμετοχή στη μαρτυρική πορεία του, γιατί στους οποιουσδήποτε αναχρονισμούς δεν βρίσκεται η λύση.

Αυστηρές κρίσεις για τον Γρηγόριο διατύπωσαν ήδη οι σύγχρονοι του (Σ. Μακραίος, Κοραής, Ανώνυμος της Ελληνικής Νομαρχίας κ.ά.). Ο εθνάρχης των Ρωμιών δεν ήταν δυνατό να μείνει έξω από τις ιδεολογικές συγκρούσεις της εποχής. Η διαχρονικά διαμορφωμένη άρνηση εκφράζεται με τις θέσεις: δεν ευνοούσε το επαναστατικό κίνημα, γιατί δεν πίστευε στην επιτυχία του· η θυσία του συνεπώς δεν μπορεί να θεωρηθεί εθνική. Υπογραμμίζεται ακόμη ο συντηρητισμός του και η αντιδραοτικότητά του στα νέα ρεύματα. Η αντίδραση μιας μερίδας του έθνους απέναντι του εκδηλώθηκε έντονα ήδη το 1871, όταν το λείψανο του Γρηγορίου μεταφέρθηκε από την Οδησσό στην Αθήνα και τοποθετήθηκε στον Μητροπολιτικό Ναό με επιδίωξη την ανακήρυξη του σε άγιο.

Είναι βέβαια γεγονός ότι διάφορες ενέργειες του Γρηγορίου εύκολα μπορούν να παρεξηγηθούν, γιατί παρουσιάζονται φαινομενικά αντιφατικές. Υποκύπτει, λ.χ., κατά την πρώτη πατριαρχία του στην Τουρκική πίεση και, ακολουθώντας την πολιτική της «ομόδοξης» Ρωσίας, καταδικάζει τη Νέα Πολιτική Διοίκηση του Ρήγα Φεραίου («τοις δόγμασι  της ορθοδόξου ημών πίστεως εναντιούμενον»). Με εγκύκλιο του στους Επτανήσιους (1797) συνιστά να μην πιστεύουν στις απατηλές υποσχέσεις των δημοκρατικών Γάλλων. Και στις δύο περιπτώσεις η αντίδραση του έχει φυσικά στόχο τη Γαλλική Επανάσταση και τις ιδέες της. Κατά τη δεύτερη πατριαρχία του συμπαρίσταται στην Τουρκία εναντίον των Αγγλων και δείχνει τη νομιμοφροσύνη του με μια εγκύκλιο εναντίον των Ρώσων. Στην τρίτη πατριαρχία υποχωρεί πάλι στην απαίτηση των Τούρκων και καταδικάζει το κίνημα του Υψηλάντη, το οποίο λίγο πριν είχε καταδικάσει και ο τσάρος. Ακολουθεί δηλαδή τις μεταπτώσεις και τους αναπροσανατολισμούς της Οθωμανικής πολιτικής.

Είναι όμως αδύνατο να ερμηνεύσουμε τη μεταβαλλόμενη στάση του Γρηγορίου χωρίς να λάβουμε υπ' όψιν τη μορφή της ζωής του Γένους στα χρόνια της δουλείας. Ο πατριάρχης ως εθνάρχης ήταν «άκων εγγυητής της μονίμου υποταγής των ραγιάδων εις τον κατακτητήν... Δια να μην είναι μονίμως τεταμένοι οι σχέσεις ΓΤατριαρχείου-ΤΤύλης, επεβάλλετο μετριοπαθής πολιτική» (Τ. Α. Γριτσόπουλος). Το πατριαρχείο προσπαθούσε να τηρεί άψογη στάση απέναντι στην Πύλη, άλλο αν αυτό που έκανε ήταν και αυτό που ήθελε να κάνει. Η ηγετική και υπεύθυνη θέση του πατριάρχη επέβαλλε μεγάλη σύνεση και προσοχή. Κάθε άστοχη ενέργεια του θα είχε αντίκτυπο σε ολόκληρο το Γένος. Γι' αυτό όλοι σχεδόν οι πατριάρχες προσπάθησαν να αποφύγουν κάθε προκλητική ενέργεια, προτιμώντας να εξευμενίζουν το θηρίο, παρά να το ερεθίζουν. Ιδιαίτερα ο Γρηγόριος, έχοντας τη θλιβερή πείρα του αποτυχημένου κινήματος του 1770, καθώς και του «ρεμπελιού της Σμύρνης» (1797) με την τρομερή σφαγή των Ρωμιών, έπρεπε με κάθε θυσία να προστατεύει το ποίμνιο από την εκδικητική μανία των κρατούντων. Αν ένας κοινός κληρικός, λ.χ. ο Παπαφλέσσας, είχε το δικαίωμα να ενεργεί με βάση μόνο τον αυθορμητισμό του, στον πατριάρχη-εθνάρχη τούτο ήταν ανεπίτρεπτο, αλλά και ασυγχώρητο.

«Ο Πατριάρχης Γρηγορίος Ε΄ συρόμενος στην αγχόνη», 
Λεπτομέρεια από τον πίνακα του Νικηφόρου Λύτρα
Στη στάση όμως του Γρηγορίου απέναντι στο Εθνικό Θέμα συνέβαλαν και προσωπικές εκτιμήσεις. Είναι βέβαιο ότι δεν είχε πειστεί πως ήλθε η ώρα της παλιγγενεσίας. Γιατί όμως να κατακριθεί, αφού την ίδια εφεκτικότητα έδειξαν και ο Κοραής και ο Καποδίστριας; Γνώριζε ο Γρηγόριος την προετοιμασία του Αγώνα. Την πληροφορήθηκε στο Αγιον Όρος από τον Φαρμάκη. Φύλαξε το μυστικό της Φιλικής Εταιρείας, αλλά δεν ορκίστηκε ως Φιλικός, για λόγους πρόνοιας. Αλλωστε την ίδια στάση τήρησαν και άλλοι, όπως ο Ανθιμος Γαζής. Από την αλληλογραφία του Φιλικού Π. Σέκερη ξέρουμε τη συνεργασία του Γρηγορίου με την Εταιρεία. Οι Φιλικοί τον θεωρούσαν φίλο τους και τον αποκαλούσαν συνθηματικά «Παλαιότερον». Το «Κιβώτιον του Ελέους» κατά τον I. Φιλήμονα συγκέντρωνε χρήματα για τον Αγώνα. Με την πικρή όμως πείρα που είχε, ο Γρηγόριος ήταν εύλογο να τρομάζει με την ιδέα της αποτυχίας. Έτσι ως Γρηγόριος γνώριζε τα πάντα για την Εταιρεία, ως πατριάρχης όμως φρόντιζε να τα αγνοεί. Ήξερε, άλλωστε, ότι δεν θα απέφευγε τη θυσία, αφού τα πράγματα εκεί οδηγούσαν. Υποκύπτει στην πίεση των κρατούντων και καταδικάζει τον Αγώνα, αλλά ξέρει πολύ καλά ότι ο αφορισμός δεν θα λειτουργήσει, όπως οι Τούρκοι ήθελαν. Γνωρίζει ότι η καταδίκη του δεν ζημιώνει τον Αγώνα. Ο αφορισμός — κατά μια πολύ βάσιμη εκδοχή— χρησίμευσε αρχικά ως πειστήριο, για να φανεί η μη συμμετοχή του Γένους στην εξέγερση των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών και να αποφευχθεί η σφαγή (Β. Σφυρόερας). Δημόσια κυκλοφόρησε ο αφορισμός στις 23 Μαρτίου 1821, αφού πρώτα επιτεύχθηκε η αμνήστευση από τον Σουλτάνο του λαού της Πόλης. Την αληθινή, άλλωστε, σημασία του αφορισμού του πατριαρχείου την αντιλήφθηκαν και οι ίδιοι οι επαναστάτες. Ο Αλ. Υψηλάντης έγραψε προς τους Σουλιώτες: «Ο Πατριάρχης βιαζόμενος υπό της Πόρτας σας στέλλει αφοριστικά... Εσείς όμως να τα θεωρείτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου». Και ο Αναστ. Εμμ. Παπάς σε γράμμα του: «... τέτοιοι εξορκισμοί δεν έχουν πέραση, γιατί είναι φκιαγμένοι κατά διαταγή του Σουλτάνου...». Και αυτός ο Ανδρ. Λασκαράτος έγραφε το 1872 στον Αρ. Βαλαωρίτη για τον Γρηγόριο: «Ευλογώντας μέσα στην ψυχή του την επανάσταση ευρέθηκε αναγκασμένος να την αφορίσει, για να γλυτώση τους διατρίβοντας εις την Τουρκίαν ομοεθνείς και ομοθρήσκους του!...». Ο Γρηγόριος άφησε τα πράγματα να πάρουν τον δρόμο τους. Ποτέ δεν εργάστηκε εναντίον του ετοιμαζόμενου Αγώνα. Δεν τον πρόδωσε. Έμεινε πιστός στη θέση του, κοντά στον λαό, ενώ τον προέτρεπαν να φύγει. Του ζήτησαν να αλλαξοπιστήσει, αυτός όμως δέχθηκε το μαρτύριο ως γνήσιος ορθόδοξος ποιμένας. Ο απαγχονισμός του απέδειξε ότι οι Οθωμανοί γνώριζαν τη σχέση του με τον Αγώνα και τη θέση του στη συνείδηση του Γένους, το οποίο θέλησαν να απορφανίσουν και να αποκεφαλίσουν, εκτελώντας τον εθνάρχη. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο (φιρμάνι), που η Πύλη κρέμασε στο στήθος του, «έδρα κρυφίως ως αρχηγός της επαναστάσεως» και γι' αυτό εκτελέστηκε, επειδή φάνηκε «αγνώμων προς την Υψηλήν Πύλην και άπιστος».

Οι συνέπειες της μαρτυρικής θυσίας του Γρηγορίου υπήρξαν ανυπολόγιστα θετικές για τον Αγώνα. Το «σχοινί του πατριάρχη» έγινε κινητήρια δύναμη για τους αγωνιστές και γιγάντωνε την ορμή τους. Έναν χρόνο μετά τον απαγχονισμό του Γρηγορίου ο πρεσβύτερος Νικόλαος Κόκκινης και μετέπειτα Μητροπολίτης Ζακύνθου (1838-1867) συνέθεσε Ακολουθία «του Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Γρηγορίου του Ε'... του μαρτυρήσαντος... υπέρ της ορθοδόξου ημών πίστεως και της του γένους ελευθερίας». Ο ανδριάντας του Γρηγορίου μπροστά από το Πανεπιστήμιο Αθηνών μαζί με εκείνον του Ρήγα δεν είναι παρά έκφραση της συνείδησης του έθνους για τον συνεχιζόμενο ηγετικό ρόλο των δύο αυτών μορφών στον χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας. Αγιος ανακηρύχθηκε το 1921.


Η λάρνακα του Γρηγορίου του Ε' (Μητροπολιτικός Ναός - Αθήνα)

  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

·   Γ. Π. Αγγελόπουλος, Γα κατά τον αοίδιμον πρωταθλητήν του ιερού των Ελλήνων αγώνος, τον πατριάρχην Κων/λεως Γρηγόριον Ε', τόμ. 2, 1865,1866
·         Τ. Αθ. Γριτσόπουλου, Μονή Φιλοσόφου, Αθήναι 1960, σ. 305-372
·         Του Ίδιου, «Γρηγόριος Ε', ο πατριάρχης του Έθνους», ΔελτίονΙστορικής και Εθνολογικής Εταιρείας, τ. ΙΔ' (1959), σ. 164-229
·         Του ίδιου, άρθρο στη Ο.Η.Ε., τ. 4 (1964), στ. 736-741
· Νικ. Γρ. Ζαχαροπούλου, Γρηγόριος Ε'— σαφής έκφρασις της εκκλησιαστικής πολιτικής επί τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1974 (πρβλ. τις σπουδαίες παρατηρήσεις του Τ.Α. Γριτσόπουλου στη Μνημοσύνη, τ. ΣΤ (1976/77), σελ. 299-332,
·         Θ. Σιμοπούλου, Ο ιεροεθνομάρτυς Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε’ (1973).